- αλλοδαπός
- Αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα, που είναι υπήκοος ξένου κράτους. Με την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων στους διαφόρους τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των ατόμων και των δημόσιων φορέων της κάθε χώρας δημιουργείται όλο και περισσότερο η ανάγκη για τη θέσπιση νομικών κανόνων που να ρυθμίζουν την κατάσταση των α., τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους κατά την είσοδο, την έξοδο και τη διακίνησή τους στη χώρα, τους περιορισμούς και τις δυνατότητες στη διαμονή και την ανάπτυξη οποιασδήποτε δραστηριότητας.
Κατά το σύνταγμα του 1986 (άρθρο 4 παράγρ. 4), «Μόνο Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους». Ο σπουδαιότερος περιορισμός για τους α. είναι ότι δεν αποκτούν δημόσια αξιώματα εκτός από ειδικές εξαιρετικές περιπτώσεις. Ένας α. μπορεί να γίνει ημεδαπός με τη διαδικασία της πολιτογράφησης. Το 1992 υπήρχαν νόμιμα 180.000 α. διαφόρων εθνικοτήτων, οι περισσότεροι στην περιοχή Αττικής και Ηπείρου, οι οποίοι μέσα σε μια δεκαετία πολλαπλασιάστηκαν, με επίσης υψηλό αριθμό παράνομα εργαζομένων α. (λαθρομεταναστών).
Οι αλλοδαποί κουβαλούν πάντα την αίσθηση της ανασφάλειας στη χώρα όπου μεταναστεύουν, όπως αυτή η οικογένεια Ευρωπαίων μεταναστών στη Νέα Υόρκη, στις αρχές του περασμένου αιώνα.
* * *-ή, -ό (Α ἀλλοδαπός, -ή, -όν)1. αυτός που προέρχεται από άλλο λαό ή άλλη χώρα, ξένος, αλλοεθνής2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αλλοδαπήξένη χώρα, ξενιτιάαρχ.εξωτικός, αλλόκοτος, παράδοξος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο-* + -δαπός, με όμοιο τρόπο σχηματισμού με τους τ. τηλεδαπός, παντοδαπός, ποδαπός, ἡ(ὑ)μεδαπός. Το επίθημα -δαπὸς είναι άγνωστης ετυμολογίας. Συνήθως ο τ. εξηγείται < ουδ. *ἀλλοδ- (πρβλ. λατ. aliud) + -απὸς < ΙΕ *-nkwos, αντίστοιχο τού λατ. -inquus (πρβλ. long -inquus, prop-inquus).
Dictionary of Greek. 2013.